παρακράτος

παρακράτος
το
1. άτυπη ημιαυτόνομη και μυστική πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση ή ομάδα που δρα παράλληλα προς τους νόμιμους κρατικούς θεσμούς, με τους οποίους διασυνδέεται και διακλαδώνεται λειτουργικά, και είτε ενεργεί υπό την σκιά τής επίσημης εξουσίας ως ενισχυτικός παράγοντάς της και ιδίως τού κατασταλτικού της έργου, εκεί όπου και όταν εκείνη δεν θέλει να εμφανίζεται, όπως συμβαίνει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, είτε έχει εξαρτήσεις και από άλλα κέντρα ισχύος, οικονομικά ή άλλα, τών οποίων τις κατευθύνσεις επιδιώκει να επιβάλει και να εφαρμόσει στην εν γένει ζωή τού τόπου, όπως συμβαίνει σε υποανάπτυκτα κοινοβουλευτικά καθεστώτα
2. μτφ. κάθε παράνομη ενέργεια η οποία εκπορεύεται από παράνομα και μη θεσμοθετημένα κέντρα εξουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κράτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρακράτος — το ους, το σύνολο των ανθρώπων που ανήκουν σε παράνομη οργανωμένη κίνηση και δρουν συνήθως με την ανοχή του επίσημου κράτους: Η δραστηριότητα του παρακράτους μαρτυρεί την αδυναμία της κυβερνητικής εξουσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακρατικός — ή, ό [παρακράτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρακράτος («παρακρατικές οργανώσεις») 2. το αρσ. ως ουσ. ο παρακρατικός άτομο που υπηρετεί το παρακράτος («οι παρακρατικοί εξόρμησαν και πάλι») …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • Αγγλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών — (ΑΕΑΙ). Προνομιούχος εμπορική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1600 στην Αγγλία. Σύμφωνα με το σύστημα που επικρατούσε τον 16ο αι., το αγγλικό κράτος παραχωρούσε σε ορισμένες εμποροναυτιλιακές εταιρείες, το αποκλειστικό προνόμιο να εμπορεύονται με… …   Dictionary of Greek

  • νεολογισμός — ο 1. λέξη που παίρνει νέα σημασία. 2. νεόπλαστη λέξη: Η λέξη παρακράτος είναι νεολογισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”